εξηγήσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξηγήσιμος < εξηγούμαι
Επίθετο
[επεξεργασία]εξηγήσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να εξηγηθεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξηγήσιμος