δεντρογαλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δεντρογαλιά | οι | δεντρογαλιές |
γενική | της | δεντρογαλιάς | των | δεντρογαλιών |
αιτιατική | τη | δεντρογαλιά | τις | δεντρογαλιές |
κλητική | δεντρογαλιά | δεντρογαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεντρογαλιά < δενδρογαλή < δένδρο + γαλή (επειδή αναρριχάται σε δέντρα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεντρογαλιά θηλυκό
- μη δηλητηριώδες είδος φιδιού (Hierophis gemonensis και παλαιότερα Coluber gemonensis)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)