διαβατήριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαβατήριον: → δείτε τη λέξη διαβατήριο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαβατήριον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το διαβατήριο
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
διαβατήριον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του διαβατήριος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διαβατήριος