διανδρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διανδρία θηλυκό
- η ύπαρξη δύο ανδρών ως επικεφαλής σε κάποιο σύστημα εξουσίας
- (βοτανική) η ύπαρξη δύο στημόνων σε άνθη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- διανδρία στη Βικιπαίδεια