διαστρωμάτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαστρωμάτωση | οι | διαστρωματώσεις |
γενική | της | διαστρωμάτωσης* | των | διαστρωματώσεων |
αιτιατική | τη | διαστρωμάτωση | τις | διαστρωματώσεις |
κλητική | διαστρωμάτωση | διαστρωματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαστρωματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαστρωμάτωση < διαστρωματώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stratification)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαστρωμάτωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαστρωματώνω
- (ειδικότερα) ο χωρισμός της κοινωνίας σε στρώματα, σε κοινωνικά τμήματα, άλλα «ανώτερα» κι άλλα «κατώτερα»
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- διαστρωματωμένος
- διαστρωματικός
- → δείτε τη λέξη στρώμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαστρωμάτωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)