stratification

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
stratification stratifications

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

stratification (fr) θηλυκό