δον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δον < (άμεσο δάνειο) ιταλική don / ισπανική don < λατινική dominus < domus < πρωτοϊταλική *domos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dṓm < *dem- (χτίζω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δον αρσενικό άκλιτο (θηλυκό δόνα)
- (τίτλος ευγενείας) στην Ισπανία (και στην Ιταλία, προφορά [don])
- (παρωχημένο) αφέντης, κύρης (στην Ισπανία)
- τίτλος τιμής ιερωμένων της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας
- όπως πατήρ
- αφεντικό της μαφίας
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)