δόνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δόνα οι δόνες
      γενική της δόνας
    αιτιατική τη δόνα τις δόνες
     κλητική δόνα δόνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δόνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική donna

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δόνα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]