δρύφακτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δρύφακτο | τα | δρύφακτα |
γενική | του | δρύφακτου | των | δρύφακτων |
αιτιατική | το | δρύφακτο | τα | δρύφακτα |
κλητική | δρύφακτο | δρύφακτα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δρύφακτο < αρχαία ελληνική δρύφακτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δρύφακτο ουδέτερο
- κινητή μπάρα ή δοκός που κατεβαίνοντας εμποδίζει την κίνηση οχημάτων ή πεζών
- κουπαστή, παραπέτο, στηθαίο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δρύφακτο
|