εισαγόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]εισαγόμενος -η -ο
- που εισάγεται κάπου, που εισέρχεται, μπαίνει
- ↪ εισαγόμενη ποσότητα εμπορεύματος, έννοια, συνήθεια, έθιμο, πρόταση (στο συντακτικό)
- ↪ εισαγόμενο όργανο (π.χ. στην ιατρική, το γαστροσκόπιο)
- ξένο προϊόν που δεν παρασκευάζεται στον τόπο
- ↪ Όλα τα αναλώσιμα στους υπολογιστές είναι πια εισαγόμενα.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εισάγω
- εισαγώγιμος
- εισαγωγέας
- εισαγωγή
- εισαγωγικός
- τα εισαγωγικά στη γραφή του λόγου