ενδείκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδείκτης < ελληνιστική κοινή ἐνδείκτης < αρχαία ελληνική ἐνδείκνυμι < δείκνυμι ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική marker / pointer)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενδείκτης αρσενικό
- συσκευή ή όργανο που προβάλλει ενδείξεις
- (γλωσσολογία) λέξη ή πολυλεκτικός όρος που αποσαφηνίζει την πορεία της σκέψης ή συμβάλλει στην οργάνωση του κειμένου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)