εξειδικεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξειδικεύω < εξ- + ειδικ(ός) + -εύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική spécialiser)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ksi.ðiˈce.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξει‐δι‐κεύ‐ω
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐ει‐δι‐κεύ‐ω
Ρήμα[επεξεργασία]
εξειδικεύω, αόρ.: εξειδίκευσα, παθ.φωνή: εξειδικεύομαι, π.αόρ.: εξειδικεύτηκα, μτχ.π.π.: εξειδικευμένος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εξειδικεύομαι
- εξειδίκευση
- → και δείτε τις λέξεις ειδικός και είδος
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξειδικεύω | εξειδίκευα | θα εξειδικεύω | να εξειδικεύω | εξειδικεύοντας | |
β' ενικ. | εξειδικεύεις | εξειδίκευες | θα εξειδικεύεις | να εξειδικεύεις | εξειδίκευε | |
γ' ενικ. | εξειδικεύει | εξειδίκευε | θα εξειδικεύει | να εξειδικεύει | ||
α' πληθ. | εξειδικεύουμε | εξειδικεύαμε | θα εξειδικεύουμε | να εξειδικεύουμε | ||
β' πληθ. | εξειδικεύετε | εξειδικεύατε | θα εξειδικεύετε | να εξειδικεύετε | εξειδικεύετε | |
γ' πληθ. | εξειδικεύουν(ε) | εξειδίκευαν εξειδικεύαν(ε) |
θα εξειδικεύουν(ε) | να εξειδικεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξειδίκευσα | θα εξειδικεύσω | να εξειδικεύσω | εξειδικεύσει | ||
β' ενικ. | εξειδίκευσες | θα εξειδικεύσεις | να εξειδικεύσεις | εξειδίκευσε | ||
γ' ενικ. | εξειδίκευσε | θα εξειδικεύσει | να εξειδικεύσει | |||
α' πληθ. | εξειδικεύσαμε | θα εξειδικεύσουμε | να εξειδικεύσουμε | |||
β' πληθ. | εξειδικεύσατε | θα εξειδικεύσετε | να εξειδικεύσετε | εξειδικεύστε | ||
γ' πληθ. | εξειδίκευσαν εξειδικεύσαν(ε) |
θα εξειδικεύσουν(ε) | να εξειδικεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξειδικεύσει | είχα εξειδικεύσει | θα έχω εξειδικεύσει | να έχω εξειδικεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξειδικεύσει | είχες εξειδικεύσει | θα έχεις εξειδικεύσει | να έχεις εξειδικεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξειδικεύσει | είχε εξειδικεύσει | θα έχει εξειδικεύσει | να έχει εξειδικεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξειδικεύσει | είχαμε εξειδικεύσει | θα έχουμε εξειδικεύσει | να έχουμε εξειδικεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξειδικεύσει | είχατε εξειδικεύσει | θα έχετε εξειδικεύσει | να έχετε εξειδικεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξειδικεύσει | είχαν εξειδικεύσει | θα έχουν εξειδικεύσει | να έχουν εξειδικεύσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξειδικεύομαι | εξειδικευόμουν(α) | θα εξειδικεύομαι | να εξειδικεύομαι | ||
β' ενικ. | εξειδικεύεσαι | εξειδικευόσουν(α) | θα εξειδικεύεσαι | να εξειδικεύεσαι | ||
γ' ενικ. | εξειδικεύεται | εξειδικευόταν(ε) | θα εξειδικεύεται | να εξειδικεύεται | ||
α' πληθ. | εξειδικευόμαστε | εξειδικευόμαστε εξειδικευόμασταν |
θα εξειδικευόμαστε | να εξειδικευόμαστε | ||
β' πληθ. | εξειδικεύεστε | εξειδικευόσαστε εξειδικευόσασταν |
θα εξειδικεύεστε | να εξειδικεύεστε | (εξειδικεύεστε) | |
γ' πληθ. | εξειδικεύονται | εξειδικεύονταν εξειδικευόντουσαν |
θα εξειδικεύονται | να εξειδικεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξειδικεύτηκα | θα εξειδικευτώ | να εξειδικευτώ | εξειδικευτεί | ||
β' ενικ. | εξειδικεύτηκες | θα εξειδικευτείς | να εξειδικευτείς | εξειδικεύσου | ||
γ' ενικ. | εξειδικεύτηκε | θα εξειδικευτεί | να εξειδικευτεί | |||
α' πληθ. | εξειδικευτήκαμε | θα εξειδικευτούμε | να εξειδικευτούμε | |||
β' πληθ. | εξειδικευτήκατε | θα εξειδικευτείτε | να εξειδικευτείτε | εξειδικευτείτε | ||
γ' πληθ. | εξειδικεύτηκαν εξειδικευτήκαν(ε) |
θα εξειδικευτούν(ε) | να εξειδικευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξειδικευτεί | είχα εξειδικευτεί | θα έχω εξειδικευτεί | να έχω εξειδικευτεί | εξειδικευμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξειδικευτεί | είχες εξειδικευτεί | θα έχεις εξειδικευτεί | να έχεις εξειδικευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξειδικευτεί | είχε εξειδικευτεί | θα έχει εξειδικευτεί | να έχει εξειδικευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξειδικευτεί | είχαμε εξειδικευτεί | θα έχουμε εξειδικευτεί | να έχουμε εξειδικευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξειδικευτεί | είχατε εξειδικευτεί | θα έχετε εξειδικευτεί | να έχετε εξειδικευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξειδικευτεί | είχαν εξειδικευτεί | θα έχουν εξειδικευτεί | να έχουν εξειδικευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εξειδικευμένος - είμαστε, είστε, είναι εξειδικευμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εξειδικευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εξειδικευμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εξειδικευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εξειδικευμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εξειδικευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εξειδικευμένοι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξειδικεύω
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ εξειδικεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας