επονομάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπονομάζω, επονοματίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επονομάζω < αρχαία ελληνική ἐπονομάζω < ὀνομάζω < ὄνομα

επονομάζω (παθητική φωνή: επονομάζομαι)

  • ονοματίζω κάποιον (ή κάτι) μ’ ένα νέο, επιπλέον, όνομα, εξαιτίας κάποιας αφορμής ή γεγονότος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]