εφτάζυμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]εφτάζυμος
- (γαστρονομία) που έχει σχέση με εφτάζυμο ψωμί ή εφτάζυμα ή αναφέρεται σ’ αυτά
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εφτάζυμος
|