ηπατοτομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηπατοτομία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηπατοτομία θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική τομή του συκωτιού για την αφαίρεση αποστήματος, καρκινώματος ή πέτρας. Γίνεται με κοιλιοσκοπία, λαπαροτομία ή θωρακοτομία.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηπατοτομία