θέαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θέαση | οι | θεάσεις |
γενική | της | θέασης* | των | θεάσεων |
αιτιατική | τη | θέαση | τις | θεάσεις |
κλητική | θέαση | θεάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θεάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θέαση < ελληνιστική κοινή θέασις < αρχαία ελληνική θεάομαι / θεῶμαι < θέα
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θέαση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του θεώμαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)