vue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vue vues

vue (fr) θηλυκό

  1. η όραση
  2. η όψη
  3. το βλέμμα
  4. η ιδέα, η εικόνα που έχουμε για κάτι
  5. ο σκοπός
  6. η θέαση

Εκφράσεις

[επεξεργασία]