όψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όψη οι όψεις
      γενική της όψης* των όψεων
    αιτιατική την όψη τις όψεις
     κλητική όψη όψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, όψεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
όψη < αρχαία ελληνική ὄψις < ὤψ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

όψη θηλυκό

  1. αυτό που βλέπουμε, αυτό που φαίνεται
  2. το πρόσωπο ενός ανθρώπου
  3. η μορφή

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]