θαλασσώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θαλασσώνω < θάλασσ(α) + -ώνω. Διαφορετικό το αρχαίο θαλασσόω.

θαλασσώνω, πρτ.: θαλάσσωνα, στ.μέλλ.: θα θαλασσώσω, αόρ.: θαλάσσωσα, μτχ.π.π.: θαλασσωμένος

προσπάθησα να φτιάξω το αυτοκίνητο μόνος μου, αλλά τα θαλάσσωσα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]