θερμοσκοπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμοσκοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermoscopie < thermo- (< αρχαία ελληνική θερμός + σκοπέω). Αναλύεται σε θερμο- + -σκοπία.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θeɾ.mo.skoˈpi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θερ‐μο‐σκο‐πί‐α
- τονικό παρώνυμο: θερμοσκόπια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμοσκοπία θηλυκό
- (σπάνιο) η μέτρηση της θερμοκρασίας (του αέρα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις θερμός και σκοπός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμοσκοπία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα θερμο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σκοπία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)