ισοτελής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ισοτελής | η | ισοτελής | το | ισοτελές |
γενική | του | ισοτελούς* | της | ισοτελούς | του | ισοτελούς |
αιτιατική | τον | ισοτελή | την | ισοτελή | το | ισοτελές |
κλητική | ισοτελή(ς) | ισοτελής | ισοτελές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ισοτελείς | οι | ισοτελείς | τα | ισοτελή |
γενική | των | ισοτελών | των | ισοτελών | των | ισοτελών |
αιτιατική | τους | ισοτελείς | τις | ισοτελείς | τα | ισοτελή |
κλητική | ισοτελείς | ισοτελείς | ισοτελή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισοτελής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσοτελής[1] < ἴσος + τέλος. Συγχρονικά αναλύεται σε ισο- + -τελής.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.so.teˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σο‐τε‐λής
Επίθετο[επεξεργασία]
ισοτελής, -ής, -ές
- που πληρώνει ίσα τέλη, φόρους ή δασμούς με κάποιον άλλο
- (ιστορία) αρχαίος Αθηναίος μέτοικος με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με τους Αθηναίους πολίτες, εκτός των πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανισοτέλεια
- ανισοτελής
- ισοτέλεια
- ισοτελώς
- → και δείτε τις λέξεις ίσος και τέλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισοτελής
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ισοτελής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ισο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τελής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)