ιστιοσανίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιστιοσανίδα < ιστιο- + σανίδα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική surfboard [1][2]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιστιοσανίδα θηλυκό
- ειδική σανίδα / σκάφος, που έχει προσαρμοσμένο σ’ αυτή ένα ιστίο, με τη βοήθεια του οποίου επιπλέει και κινείται στο νερό
- ※ Βέβαια σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να επιχειρήσετε μόνοι σας να μάθετε τα μυστικά του αθλήματος, επειδή απλά βρέθηκε στα χέρια σας μια ιστιοσανίδα. (@ethnos.gr)
- (κατ’ επέκταση) (αθλητισμός) η πλεύση με μια τέτοια σανίδα καθώς και το σχετικό άθλημα
- ※ Το windsurf, ή ιστιοσανίδα επί το ελληνικότερο είναι ένα σπορ της θάλασσας που συνδυάζει το surfing με την ιστιοπλοΐα. (@ethnos.gr)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιστιοσανίδα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ιστιοσανίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ιστιοσανίδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ιστιο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)