ισχύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισχύω < αρχαία ελληνική ἰσχύω
Ρήμα[επεξεργασία]
ισχύω (αδόκιμο για έμψυχα)
- έχω ισχύ, παρέχω τη δυνατότητα, έχω κύρος, είμαι έγκυρος
- αληθεύω
- Αυτά που λες δεν ισχύουν, σου είπε ψέματα ο προϊστάμενος
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ισχύς
- ισχυρός
- ισχυρισμός
- ισχυροποιώ
- ισχίο (μέσω της κοινής ριζικής λέξης ἴς που σήμαινε δύναμη)