κάνθαρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάνθαρος οι κάνθαροι
      γενική του κάνθαρου
κανθάρου
των κάνθαρων
κανθάρων
    αιτιατική τον κάνθαρο τους κάνθαρους
κανθάρους
     κλητική κάνθαρε κάνθαροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάνθαρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάνθαρος (σκαθάρι)
αρχαιολογικός όρος < ελληνιστική σημασία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkan.θa.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάν‐θα‐ρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κάνθαρος αρσενικό

  1. (λόγιο, έντομο) (Scarabaeus pilularius) σκαθάρι
  2. (αρχαιολογία, κεραμική, λόγιο) αρχαίο αγγείο πόσης και σπονδής με δύο υπερυψωμένες κατακόρυφες λαβές, χαρακτηριστικό αγγείο του θεού Διονύσου, αλλά και χθόνιων θεών και ηρώων.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κάνθαρος οἱ κάνθαροι
      γενική τοῦ κανθάρου τῶν κανθάρων
      δοτική τῷ κανθάρ τοῖς κανθάροις
    αιτιατική τὸν κάνθαρον τοὺς κανθάρους
     κλητική ! κάνθαρε κάνθαροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κανθάρω
γεν-δοτ τοῖν  κανθάροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάνθαρος < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: λατινικά: cantharus, νέα ελληνικά: σκαθάρι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κάνθαρος, -ου αρσενικό

  1. (έντομο) σκαθάρι (Scarabaeus pilularius)
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 176 (174-176)
    ὦ μηχανοποιέ, πρόσεχε τὸν νοῦν, ὡς ἐμὲ | ἤδη στρέφει τι πνεῦμα περὶ τὸν ὀμφαλόν, | κεἰ μὴ φυλάξεις, χορτάσω τὸν κάνθαρον.
    Μηχανικέ, το νου σου· κάτι αέρια | στριφογυρνούν εδώ στον αφαλό μου· | πρόσεξε μη χορτάσω το σκαθάρι.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων, 147.1 @scaife.perseus
    Λέγεται καὶ τοὺς γῦπας ὑπὸ τῆς τῶν μύρων ὀσμῆς ἀποθνήσκειν, ἐάν τις αὐτοὺς χρίσῃ ἢ δῷ τι μεμυρισμένον φαγεῖν. Ὠσαύτως δὲ καὶ τούς κανθάρους ὑπὸ τῆς τῶν ῥόδων ὀσμῆς.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 5, 19 @scaife.perseus
    Οἱ δὲ κάνθαροι ἣν κυλίουσι κόπρον, ἐν ταύτῃ φωλεύουσί τε τὸν χειμῶνα καὶ ἐντίκτουσι σκωλήκια, ἐξ ὧν γίνονται κάνθαροι.
     συνώνυμα: βύλαρος
  2. σημάδι όμοιο με σκαθάρι, κάτω από τη γλώσσα του Αιγυπτίου θεού Άπις
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 28.3
    ἔχει δὲ ὁ μόσχος οὗτος ὁ Ἆπις καλεόμενος σημήια τοιάδε, ἐὼν μέλας ἐπὶ μὲν τῷ μετώπῳ λευκόν τετράγωνον, ἐπὶ δὲ τοῦ νώτου αἰετὸν εἰκασμένον, ἐν δὲ τῇ οὐρῇ τὰς τρίχας διπλάς, ὑπὸ δὲ τῇ γλώσσῃ κάνθαρον.
    Έχει ωστόσο τούτο το μοσχαράκι που λέγεται Άπις τα εξής σημάδια: είναι μαύρο, έχει στο μέτωπό του άσπρο τετράγωνο, στη ράχη του έχει την εικόνα του αετού, διπλές τις τρίχες στην ουρά, και κάτω από τη γλώσσα έναν κάνθαρο.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  3. είδος πλοιαρίου της Νάξου
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 143 (142-143)
    [ΤΡ.] ἐπίτηδες εἶχον πηδάλιον, ᾧ χρήσομαι· | τὸ δὲ πλοῖον ἔσται Ναξιουργὴς κάνθαρος.
    [ΤΡΥ.] Έχω γι᾽ αυτό κατάλληλο τιμόνι· | μ᾽ αυτό κάνεις καράβι το σκαθάρι.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  4. (ιχθυολογία) είδος ψαριού (Cantharus lineatus)
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 13 @scaife.perseus
    Εἰσὶ δὲ πρόσγειοι σινώδων, κάνθαρος, ὀρφός, χρύσοφρυς, κεστρεύς, τρίγλη, κίχλη, δράκων, καλλιώνυμος, κωβιὸς καὶ τὰ πετραῖα πάντα·
  5. είδος μικρού αγγείου με χαμηλή βάση και μεγάλες λαβές που χρησιμοποιούνταν ως ποτήρι
  6. (κόσμημα) γυναικείο κόσμημα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]