κάστρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάστρον, από τον 6ο αιώνα < (άμεσο δάνειο) λατινική castrum

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κάστρον ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]
  • κάστρα (πληθυντικός για «τὸ κάστρο(ν)»)
  • κάστρη (πληθυντικός για «τὸ κάστρος»)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
καστρ- 

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]