καστροφύλαξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καστροφύλαξ αρσενικό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- καστροφύλακας (με νεότερη κατάληξη)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- τζάκων (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη κάστρον
Πηγές
[επεξεργασία]- καστροφύλαξ - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- καστροφύλαξ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].