καστροφύλαξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καστροφύλαξ, λέξη του 12ου, 13ου αιώνα < κάστρ(ον) + -ο- + φύλαξ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καστροφύλαξ αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • τζάκων (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κάστρον