καλτσόνε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καλτσούνι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλτσόνε < ιταλική calzone < calza < δημώδης λατινική * calcea < λατινική calceus (υπόδημα) < calx (φτέρνα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καλτσόνε ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Calzone στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]