καλωδιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλωδιακός < καλώδι(ο) + -ακός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cable)
- καλωδιακό πλοίο < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cable ship
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.lo.ði.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λω‐δι‐α‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
καλωδιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με καλώδιο, αναφέρεται σ’ αυτό, γίνεται μ’ αυτό ή λειτουργεί μέσω αυτού
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη καλωδιακή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- Καλωδιακό πλοίο: ειδικό πλοίο με τον σχετικό εξοπλισμό για να ποντίζει υποβρύχια (τηλεπικοινωνικά ή άλλα) καλώδια ή να τα συντηρεί
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλωδιακό πλοίο
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ακός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)