καμπριολέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καμπριολέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική cabriolet (αρσενικό). Εννοείται το ουδέτερο ουσιαστικό αυτοκίνητο.[1]
ένα κόκκινο καμπριολέ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καμπριολέ ουδέτερο άκλιτο και σε επιθετική λειτουργία

  1. (για αυτοκίνητο) ανοιχτός, χωρίς οροφή ή με πτυσσόμενη οροφή (κουκούλα)
    οδηγούσε ένα καμπριολέ
    οδηγούσε μια καμπριολέ Μερσεντές με την κουκούλα ανεβασμένη (εννοείται το θηλυκό Μερσεντές)
    άλλες μορφές: κάμπριο
  2. (ειρωνικό, για άντρα) φαλακρός (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]