καρδιοσωμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρδιοσωμός < καρδιοσωσμός με απόβολή του [s] καρδιο- + σωμός > σώνω, σωσ- -μός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kar.ði̯o.soˈmos/ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐δι‐ο‐σω‐μός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρδιοσωμός αρσενικό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του καρδιοσωσμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρδιοσωμός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- καρδιοσωμός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα καρδιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)