σωμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σωμός οι σωμοί
      γενική του σωμού των σωμών
    αιτιατική τον σωμό τους σωμούς
     κλητική σωμέ σωμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σωμός < σωσμός με αποβολή του [s] < σώνω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /soˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σω‐σμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σωμός αρσενικό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]