σωμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σωμός | οι | σωμοί |
γενική | του | σωμού | των | σωμών |
αιτιατική | τον | σωμό | τους | σωμούς |
κλητική | σωμέ | σωμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /soˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σω‐σμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σωμός αρσενικό
Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- λήγουν σε -σωμός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)