καροτσάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καροτσάκι τα καροτσάκια
      γενική
    αιτιατική το καροτσάκι τα καροτσάκια
     κλητική καροτσάκι καροτσάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καροτσάκι < καρότσ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.ɾoˈt͡sa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρο‐τσά‐κι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καροτσάκι ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • τον πήραν/έβγαλαν έξω καροτσάκι: τον σήκωσαν στα χέρια και τον έβγαλαν έξω δια της βίας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]