καρότσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρότσα | οι | καρότσες |
γενική | της | καρότσας | — | |
αιτιατική | την | καρότσα | τις | καρότσες |
κλητική | καρότσα | καρότσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρότσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική carrozza < carro < λατινική carrus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kr̥s-o-< *k̑ers- (τρέχω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaˈɾo.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρό‐τσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρότσα θηλυκό
- το αμάξωμα ενός (φορτηγού) αυτοκινήτου
- το πίσω μέρος ενός οχήματος, το οποίο είναι κατάλληλα διαμορφωμένο, για να δέχεται φορτίο
- σιδηροδρομικό όχημα που μεταφέρει επιβάτες
- (παρωχημένο) ιππήλατη άμαξα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)