κατάπικρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατάπικρος < ελληνιστική κοινή κατάπικρος < κατα- + αρχαία ελληνική πικρός
Επίθετο
[επεξεργασία]κατάπικρος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατάπικρος
|