καταστρεπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταστρεπτικός < καταστρέφ(ω) + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική destructif)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
καταστρεπτικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που καταστρέφει, που συντελεί σε καταστροφή
- (μεταφορικά) που επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καταστρεπτικά
- καταστρεπτικότητα
- → δείτε τις λέξεις καταστρέφω, κατά και στρέφω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταστρεπτικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)