καφεΐνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καφεΐνη | οι | καφεΐνες |
γενική | της | καφεΐνης | των | καφεϊνών |
αιτιατική | την | καφεΐνη | τις | καφεΐνες |
κλητική | καφεΐνη | καφεΐνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.fe.ˈi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐φε‐ΐ‐νη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καφεΐνη θηλυκό
- αλκαλοειδές που βρίσκεται στον καφέ, στο τσάι, την κόλα και αλλού - και χρησιμοποιείται στην φαρμακοποιία για τις διεγερτικές του ιδιότητες
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- καφεΐνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καφεΐνη
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ καφεΐνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίνη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)