κελί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κελί | τα | κελιά |
γενική | του | κελιού | των | κελιών |
αιτιατική | το | κελί | τα | κελιά |
κλητική | κελί | κελιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κελί < μεσαιωνική ελληνική κελί / κελλίν < ελληνιστική κοινή κελλίον, υποκοριστικό του κέλλα < λατινική cella < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱelnā < *ḱel- (καλύπτω) + -nā
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κελί ουδέτερο
- το μικρό δωμάτιο στη φυλακή ή στο κρατητήριο μέσα στο οποίο κρατούνται οι φυλακισμένοι
- τον κρατούσαν σε κελί τόσο στενό που δεν μπορούσε να ξαπλώσει
- Άραγε τι περιμένει απ' το βράδυ ως το πρωί / στο στενό το παραθύρι που φωτίζει το κελί (Απόστολος Καλδάρας, Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι)
- το μικρό δωμάτιο σε μονή στο οποίο μένει ο μοναχός
- (πληροφορική) το τμήμα μιας γραμμής ή μιας στήλης ενός πίνακα
- το τρίτο κελί της πέμπτης γραμμής έχει ορθογραφικό λάθος
- το κοίλο μέρος σε μία κηρήθρα, στο οποίο οι μέλισσες τοποθετούν τα αβγά τους προς εκκόλαψη ή το μέλι τους
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η γραφή με ένα λ κατά ορθογραφική απλοποίηση.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κελί
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κελί ουδέτερο
- άλλη μορφή του κελίον
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- κελίον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)