κονομάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κονομάω < οικονομώ
Ρήμα[επεξεργασία]
κονομάω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κονόμα
- κονομημένος
- → δείτε τις λέξεις οικονομώ, οίκος και νέμω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κονομάω
|