κονόμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κονόμα | οι | κονόμες |
γενική | της | κονόμας | — | |
αιτιατική | την | κονόμα | τις | κονόμες |
κλητική | κονόμα | κονόμες | ||
Η γενική πληθυντικού -..όμων δεν υπάρχει. | ||||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κονόμα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (λαϊκότροπο) (αργκό) το μεγάλο και ξαφνικό χρηματικό κέρδος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κονομημένος
- κονομάω
- → δείτε τις λέξεις οικονομώ, οίκος και νέμω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κονόμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)