κουβέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουβέρ ουδέτερο άκλιτο
- ατομικό σερβίτσιο συνοδευμένο με επιπλέον απαραίτητα (ψωμί, νερό) κατά το σερβίρισμα σε εστιατόριο
- το πάγιο ποσό χρέωσης ενός σερβιρίσματος σε εστιατόριο
Συγγενικά
[επεξεργασία](με την έννοια "καλύπτω")