κουρκουτάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουρκουτάς < → λείπει η ετυμολογία
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/e/e9/Laudakia_stellio_002.jpg/200px-Laudakia_stellio_002.jpg)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουρκουτάς αρσενικό (κυπριακά)
- (ερπετό) (ονομασία: κροκοδειλάκι) η μεγάλη εύρωστη σαύρα (Stellagama stellio cypriaca) που μπορεί να περάσει τα 40 εκατοστά σε μήκος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- κουρκούταβλος (Ροδίτικα)
→ και δείτε τη λέξη κροκοδειλάκι για διαλεκτικούς όρους
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]διαφορετικού ετύμου, διαλεκτικά:
- κουρκουτερά
- κουρκουτεύω (ανακταεύω)
άγνωστης ετυμολογίας, μεσαιωνικό