κρότημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρότημα τα κροτήματα
      γενική του κροτήματος των κροτημάτων
    αιτιατική το κρότημα τα κροτήματα
     κλητική κρότημα κροτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρότημα < αρχαία ελληνική κροτώ (-έω) < κρότος (= χτύπημα των χεριών και των ποδιών) < κρούω (= ωθώ, χτυπώ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κρότημα ουδέτερο

  1. ήχος μικρής διάρκειας που παράγεται από χτύπημα
  2. πολύ στενός ηλεκτρομαγνητικός παλμός (διάρκειας μικρότερης από 200 ms)


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]