λαιμοκήλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαιμοκήλη | οι | λαιμοκήλες |
γενική | της | λαιμοκήλης | — | |
αιτιατική | τη | λαιμοκήλη | τις | λαιμοκήλες |
κλητική | λαιμοκήλη | λαιμοκήλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λαιμοκήλη θηλυκό
- (ιατρική) η βρογχοκήλη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λαιμοκήλη
|