λαιμοκήλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαιμοκήλη οι λαιμοκήλες
      γενική της λαιμοκήλης
    αιτιατική τη λαιμοκήλη τις λαιμοκήλες
     κλητική λαιμοκήλη λαιμοκήλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαιμοκήλη < λαιμός + -ο- + κήλη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαιμοκήλη θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]