λαιμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Λαιμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο λαιμός οι λαιμοί τα λαιμά
      γενική του λαιμού των λαιμών των λαιμών
    αιτιατική τον λαιμό τους λαιμούς τα λαιμά
     κλητική λαιμέ λαιμοί λαιμά
Ο δεύτερος πληθυντικός, σε οικείο ύφος.
Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ανθρώπινος λαιμός
φόρεμα με λαιμό
λαιμός μπουκαλιού

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαιμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λαιμός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /leˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαι‐μός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαιμός αρσενικό

  1. (ανατομία) μέρος του σώματος που συνδέει το κεφάλι με το κυρίως σώμα
  2. (ειδικότερα) το μπροστινό εσωτερικό μέρος του τμήματος αυτού που περιλαμβάνει το λάρυγγα και τον φάρυγγα
  3. (συνεκδοχικά) το τμήμα οποιουδήποτε ρούχου που βρίσκεται στην περιοχή γύρω από το λαιμό ή στην άκρη του
  4. (συνεκδοχικά) οτιδήποτε μοιάζει με λαιμό, το τμήμα οποιουδήποτε αντικειμένου στο σημείο που στενεύει και βρίσκεται κοντά στη μία άκρη του
  5. (ναυτικός όρος) ισθμός μικρής χερσονήσου, το πάνω άκρο της στήλης ιστού των ιστιοφόρων

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λαιμός οἱ λαιμοί
      γενική τοῦ λαιμοῦ τῶν λαιμῶν
      δοτική τῷ λαιμ τοῖς λαιμοῖς
    αιτιατική τὸν λαιμόν τοὺς λαιμούς
     κλητική ! λαιμέ λαιμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαιμώ
γεν-δοτ τοῖν  λαιμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

λαιμός < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν από τη λέξη λαῖτμα (βυθός, χάσμα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαιμός αρσενικό

  1. (ανατομία) λαιμός, λάρυγγας
  2. λαιμός μπουκαλιού (μεταγενέστερη έννοια)

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λαιμός λαιμή τὸ λαιμόν
      γενική τοῦ λαιμοῦ τῆς λαιμῆς τοῦ λαιμοῦ
      δοτική τῷ λαιμ τῇ λαιμ τῷ λαιμ
    αιτιατική τὸν λαιμόν τὴν λαιμήν τὸ λαιμόν
     κλητική ! λαιμέ λαιμή λαιμόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λαιμοί αἱ λαιμαί τὰ λαιμᾰ́
      γενική τῶν λαιμῶν τῶν λαιμῶν τῶν λαιμῶν
      δοτική τοῖς λαιμοῖς ταῖς λαιμαῖς τοῖς λαιμοῖς
    αιτιατική τοὺς λαιμούς τὰς λαιμᾱ́ς τὰ λαιμᾰ́
     κλητική ! λαιμοί λαιμαί λαιμᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λαιμώ τὼ λαιμᾱ́ τὼ λαιμώ
      γεν-δοτ τοῖν λαιμοῖν τοῖν λαιμαῖν τοῖν λαιμοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

λαιμός, -ή, -όν