τράχηλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τράχηλος < αρχαία ελληνική τράχηλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τράχηλος αρσενικό
- ο λαιμός
- (ιατρική) κάθε τμήμα που μοιάζει με το λαιμό
- (ειδικότερα) ο τράχηλος της μήτρας, το κατώτερο μέρος της μήτρας, εκεί που αυτή ενώνεται με τον κόλπο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τράχηλος αρσενικό
- τράχηλος, λαιμός
- ※ ἄν τις βούληται νόμον καινὸν τιθέναι͵ ἐν βρόχῳ τὸν τράχηλον ἔχων νομοθετεῖ (Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους, 139.7-8)
Κλίση[επεξεργασία]
- ο ενικός έχει αρσενικό γένος καθώς ο πληθυντικός έχει ουδέτερο γένος
κλιτικοί τύποι:
- δοτική πληθυντικού: τραχήλοις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)