λαμπάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαμπάδα | οι | λαμπάδες |
γενική | της | λαμπάδας | των | λαμπάδων |
αιτιατική | τη | λαμπάδα | τις | λαμπάδες |
κλητική | λαμπάδα | λαμπάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λαμπάδα < μεσαιωνική ελληνική λαμπάδα < αρχαία ελληνική λαμπάς < λάμπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₂p- (λάμπω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λαμπάδα θηλυκό
- κερί μεγάλου μήκους και διαμέτρου
- η πασχαλινή λαμπάδα
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός για κάποιον ψηλό και ευθυτενή
- έχει κορμί λαμπάδα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- λαμπαδάριος
- λαμπαδηδρομία
- λαμπαδηδρόμος
- λαμπαδηφορία
- λαμπαδηφόρος
- λαμπαδιάζω
- λαμπάδιασμα
- → δείτε τη λέξη λάμπω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)