λυμαίνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λυμαίνομαι < αρχαία ελληνική λυμαίνομαι < λύμη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /liˈme.no.me/
Ρήμα[επεξεργασία]
λυμαίνομαι
- προκαλώ καταστροφές, ρημάζω
- Σαρακηνοί πειρατές λυμαίνονταν τα νησιά του Αιγαίου, λήστευαν κι αιχμαλώτιζαν ανθρώπους
- εκμεταλλεύομαι κάτι και αποκτώ κέρδος από αυτό με αθέμιτο τρόπο
- επιτήδειοι λυμαίνονται το δημόσιο πλούτο
παράγωγα[επεξεργασία]
- αλύμαντος
- καταλυμαίνομαι
- λυμεώνας
- → δείτε τις λέξεις απολυμαίνω και λύμη
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- το ενεργητικό λυμαίνω εύχρηστο μόνο στη σύνθεση απολυμαίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λυμαίνομαι
|