λόγιο γηγενές σύνθετο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
λόγιο γηγενές σύνθετο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) σύνθετη λέξη που έχει δημιουργηθεί με λόγιο σε μια γλώσσα τρόπο από άλλες ενδογλωσσικές λέξεις
- Γράφονται με διπλό -ρρ- μόνο τα λόγια γηγενή σύνθετα (αγγλ. native learned compounds) και, ως εκ τούτου, απλογραφούνται όλα εκείνα που περιέχουν στα συστατικά τους ξένη λέξη ως α΄ ή β΄ συνθετικό: ασπρόρουχα (ρούχο, σλαβ. λέξη), αφισορύπανση (αφίσα, γαλλ. λέξη), αρχιραββίνος, αντιρατσιστικός, ελληνορωμαϊκός, ελληνορωσικός κ.ά.
- (Dr Moshe. "Στον αρμό τής σύνθεσης ‑ρρ‑ vs ‑ρ‑" 2009.02.06. Linguarium. © Θεόδωρος Μωυσιάδης. πρόσβαση:2019.04.16.
- Γράφονται με διπλό -ρρ- μόνο τα λόγια γηγενή σύνθετα (αγγλ. native learned compounds) και, ως εκ τούτου, απλογραφούνται όλα εκείνα που περιέχουν στα συστατικά τους ξένη λέξη ως α΄ ή β΄ συνθετικό: ασπρόρουχα (ρούχο, σλαβ. λέξη), αφισορύπανση (αφίσα, γαλλ. λέξη), αρχιραββίνος, αντιρατσιστικός, ελληνορωμαϊκός, ελληνορωσικός κ.ά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λόγιο γηγενές σύνθετο