μήκων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μήκων οι μήκωνες
      γενική της μήκωνος των μηκώνων
    αιτιατική τη μήκωνα τις μήκωνες
     κλητική μήκων μήκωνες
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μήκων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μήκων (θηλυκό ή και αρσενικό)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmi.kon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μή‐κων

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μήκων θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / μήκων οἱ/αἱ μήκωνες
      γενική τοῦ/τῆς μήκωνος τῶν μηκώνων
      δοτική τῷ/τῇ μήκων τοῖς/ταῖς μήκωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν μήκων τοὺς/τὰς μήκωνᾰς
     κλητική ! μήκων μήκωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μήκωνε
γεν-δοτ τοῖν  μηκώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μήκων < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meh₂k-n-[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μήκων θηλυκό (& αρσενικό)

  1. (φυτό) μήκων
  2. (φυτό) παπαρούνα
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 306 (306-308)
    μήκων δ᾽ ὡς ἑτέρωσε κάρη βάλεν, ἥ τ᾽ ἐνὶ κήπῳ, | καρπῷ βριθομένη νοτίῃσί τε εἰαρινῇσιν, | ὣς ἑτέρωσ᾽ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν.,
    Και ως παπαρούνα φουντωτή που απ᾽ του καρπού το βάρος | και απ᾽ ανοιξιάτικες δροσιές την κεφαλήν της γέρνει, | την κεφαλήν έγειρε αυτός του κράνους απ᾽ το βάρος.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  3. (φυτό) γαλατσίδα
  4. σπόρος παπαρούνας
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 26.8
    ἐσένεον δὲ καὶ κατὰ τὸν λιμένα κολυμβηταὶ ὕφυδροι, καλῳδίῳ ἐν ἀσκοῖς ἐφέλκοντες μήκωνα μεμελιτωμένην καὶ λίνου σπέρμα κεκομμένον· ὧν τὸ πρῶτον λανθανόντων φυλακαὶ ὕστερον ἐγένοντο.
    Από το λιμάνι πήγαιναν στο νησί δύτες κολυμπώντας κάτω από το νερό, σέρνοντας πίσω τους, δεμένα με σκοινί, ασκιά γεμάτα σπόρο παπαρούνας ανακατεμένο με μέλι ή κοπανισμένο λιναρόσπορο. Στην αρχή οι δύτες περνούσαν απαρατήρητοι, αλλά αργότερα οι Αθηναίοι πήραν τα μέτρα τους..
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  5. κεφάλι παπαρούνας
  6. (αρχιτεκτονική) διακοσμητικό στοιχείο που μοιάζει με κεφάλι παπαρούνας
  7. (ζωολογία) κύστη σουπιάς στην οποία βρίσκεται το μελάνι της
  8. (ζωολογία) περιττώματα οστρακοειδών
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 4, 5.22 @scaife.perseus
    ὅλως δὲ τοῦτο καὶ περὶ τἶλλα συμβέβηκε τὰ ὀστρακόδερμα· καὶ γὰρ αἱ σάρκες οὐχ ὁμοίως ἐδώδιμοι πάντων, καὶ τὸ περίττωμα, ἡ καλουμένη μήκων, ἐνίων μὲν ἐδώδιμμος ἐνίων δʼ οὐκ ἐδώιμος.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]