μηκωνέλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μηκωνέλαιο | τα | μηκωνέλαια |
γενική | του | μηκωνέλαιου & μηκωνελαίου |
των | μηκωνέλαιων & μηκωνελαίων |
αιτιατική | το | μηκωνέλαιο | τα | μηκωνέλαια |
κλητική | μηκωνέλαιο | μηκωνέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μηκωνέλαιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μηκωνέλαιο
|